ligth bright medium dark black
Ο ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Το όνομα  “ο Πλαταμών, – ώνος”, σήμαινε  πλατύς αιγιαλός (λεξικό: Liddell -Scott) ή απλώς  αιγιαλός (λεξικό: Ζωναρά), ή συνδέεται με την ομηρική έννοια του λειασμένου από τη θάλασσα βράχου, που επεσήμανε τελευταία η κ. Έφη Πουλάκη – Παντερμαλή.

Την ονομασία αυτή πιθανόν θα είχε η πλατιά ακτή του αρχαίου Ηρακλείου, μετά την καταστροφή της αρχαίας πόλης.

Ο Πλαταμώνας  συναντάται για πρώτη φορά με παραλλαγμένο το όνομα του σε «Πλατένεα» σε χειρόγραφο που στάλθηκε από το λιμάνι του, στις Βενετικές αρχές, το έτος 1193 μ.Χ., (in portu que dicitur Plathenea).

Στο χειρόγραφο αυτό δικαιολογείται από τους Βενετούς η αργοπορία του πλοίου. Από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι ο Πλαταμώνας βρισκόταν σε μεγάλη ακμή τον 12ο αιώνα μ.Χ. και το λιμάνι του επίσης ήταν πολύ γνωστό.

Στο τέλος του 12ου αιώνα μ.Χ. σε μια εμπορική σύμβαση, που είχε γίνει με τη Βενετία και αναφέρεται σε χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ΄, συναντάμε και πάλι το όνομα Πλαταμών, «episkepsis Platamonos».  Η «επίσκεψις» ήταν βυζαντινή διοικητική περιφέρεια, όπως είναι σήμερα η επαρχία.

. . . Πέρα από το Βαρδάρη σε χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ΄ (1198 μ.Χ.), αναφέρονται το «καπετανίκιον Κίτρους»” και η «επίσκεψις Πλαταμώνος», τα οποία κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ., ανήκαν μαζί με τη Βέροια και τα Σέρβια στο «Θέμα Θεσσαλονίκης», ενώ αποσπάστηκαν  από αυτήν την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976-1025 μ.Χ.), για να προστεθούν και πάλι μαζί με τη Βέροια στα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ.

Το 1204 μ.Χ. μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους σταυροφόρους, κατά τη διαίρεση του Βυζαντινού κράτους, οι Ενετοί εκλέκτορες εξέλεξαν τον Βονιφάτιο τον Μονφερατικό, ως βασιλιά της Θεσσαλονίκης.

Ο Πλαταμώνας ανήκε στην Θεσσαλονίκη, επομένως και η περιοχή του – από το Λιτόχωρο ως τον Πηνειό ποταμό – παραχωρήθηκε ως ιδιαίτερο φέουδο, από τον Βονιφάτιο σε κάποιον εξέχοντα ιππότη του. Μάλιστα μνημονεύεται στη συνθήκη, ως ένα από τα φέουδα, τα οποία μοιράζονται μεταξύ των Φράγκων ιπποτών «pertimentia Platomaleas sive Platamonos».

Αναφέρουμε ότι η Φραγκική κατοχή διήρκησε από το 1204 – 1222 μ.Χ. Την  εποχή αυτή χτίστηκε και το σημερινό Κάστρο του Πλαταμώνα, από νέα και από παλιά οικοδομικά υλικά του αρχαίου και βυζαντινού τείχους.

 

photo - Ο  ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ  ΜΕΣΑ  ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

      

Το Κάστρο του Πλαταμώνα φέρει στοιχεία χαρακτηριστικά της Βυζαντινής και Φραγκικής οικοδομικής. Τα τείχη του είναι πολυγωνικά, με τετράγωνους πύργους και επάλξεις και αποτελούνται από μικρές πέτρες ενωμένες με αμμοκονίαμα.

Η είσοδος βρίσκεται στα νοτιοδυτικά, με μία πύλη η οποία προστατεύεται από πύργο και οδηγεί στον πρώτο μεγάλο περίβολο, όπου κατέφευγαν οι περίοικοι σε καιρό κινδύνου. Υπήρχε και άλλο εσωτερικό τείχος, μικρότερο του εξωτερικού σε ύψος και πάχος, σχηματίζει δεύτερο μικρό περίβολο, όπου βρίσκεται ο κεντρικός και μεγάλος οκταγωνικός πύργος, που ήταν η κατοικία του άρχοντα.

Ο κεντρικός πύργος υπερασπίζει την πύλη του εσωτερικού τείχους, ενώ τρεις άλλοι πύργοι στα νοτιοδυτικά υπερασπίζουν τον περίβολο. Κοντά στην πύλη, δεξιά της εισόδου υπάρχει η δεξαμενή, (Λατινικά = cisterna). Ο  Γάλλος περιηγητής Heuzey θεωρεί όλο το οχύρωμα του Κάστρου  “Βυζαντινό”, με νεότερες όμως επιδιορθώσεις. 

Εντός του πρώτου περιβόλου του κάστρου παρατήρησε τα ερείπια έξι παλαιών εκκλησιών και έξω (δυτικά του κάστρου) κοντά στην εθνική οδό (στη διασταύρωση του Νέου Παντελεήμονα), τέσσερις τοίχους ενός μεγάλου οικοδομήματος, το οποίο πιθανότατα θα ήταν το επισκοπικό μέγαρο.

Μάλιστα τα θεμέλια των τοίχων αυτών, ήταν εμφανή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970.  Η μόνη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που σώθηκε εντός του Κάστρου, είχε μετατραπεί από τους Τούρκους σε Τζαμί. Βρέθηκαν  όμως και αρκετά αρχαία ευρήματα, που προέρχονται από την πόλη του αρχαίου Ηρακλείου.

 

photo - Ο  ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ  ΜΕΣΑ  ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

      

Έτσι, μεταξύ των ερειπίων του επισκοπικού μεγάρου, υπήρχαν μεγάλοι μονόλιθοι κίονες, κιονόκρανα και επιστύλια ενός αρχαίου ναού. Όλα είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση του επισκοπικού μεγάρου. Ακόμα και στους πρόποδες του λόφου, στην αριστερή όχθη του ποταμού Απίλα, βρίσκονταν απελέκητοι ογκόλιθοι, οι οποίοι αποτελούσαν  τα συντρίμμια του αρχαίου τείχους.

Στο εσωτερικό του περιβόλου, κοντά στην πύλη του κάστρου, υπήρχε τμήμα δωρικού κίονα από λευκό μάρμαρο, όπως επίσης εντός του τείχους υπήρχε ένα τμήμα αναθηματικής στήλης, που παρουσίαζε μια γυναίκα καθισμένη. Επίσης εντός του περιβόλου, ο Heuzey παρατήρησε ότι  υπήρχε μια βάση αγάλματος με το όνομα Μένανδρος.

Δεν αποκλείεται να πρόκειται για τον Αθηναίο κωμικό – Μένανδρο - (4ος αι. π.Χ.), ο οποίος είναι ενδεχόμενο να επισκέφθηκε την Μακεδονία, όπως και άλλοι, και να δίδαξε έργα του και στην Πιερία. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κύριος Βακαλόπουλος, μας έδωσε το 1940, (περιοδικό Μακεδονικά), αξιόλογη ιστορική και αρχαιολογική μελέτη του Πλαταμώνα, με λεπτομερή περιγραφή του κάστρου.

Ο Βακαλόπουλος υποστηρίζει ότι το κάστρο χτίστηκε την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204 – 1222 μ.Χ.), όπως φαίνεται από την μελέτη της τειχοδομίας του.

Το τόξο που σχηματίζει το υπέρθυρο της εσωτερικής πύλης του εξωτερικού τείχους, όπως επίσης το όμοιο τόξο εξωτερικά της πύλης του εσωτερικού τείχους, καθώς και τα υπόγεια διαμερίσματα του κεντρικού πύργου, σε σχήμα διασταυρουμένων τόξων, φανερώνουν την φραγκική προέλευση.

Όμως η χρησιμοποίηση κεραμιδιών στην τειχοδομία  και κυρίως στην κατασκευή των επάλξεων σε παράλληλες σειρές και του πύργου στα Βορειοανατολικά του εσωτερικού τείχους, καθώς και το σχήμα ημικυκλικού τόξου στο εσωτερικό υπέρθυρο της πύλης του εσωτερικού τείχους και στα παράθυρα του κεντρικού πύργου, αποδεικνύει την Βυζαντινή προέλευση.

Ο Βακαλόπουλος όμως πιστεύει ότι το Βυζαντινό προέρχεται από επιδιορθώσεις μεταγενέστερες της Φραγκοκρατίας. Ακόμα και οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν Βυζαντινούς οικοδόμους για την επιδιόρθωση και την συντήρηση του κάστρου. Επομένως ως κτίσμα τριών εποχών της Φραγκικής, της Βυζαντινής και της Τουρκικής, μας δείχνει το πόσο δύσκολο είναι να χρονολογηθεί.

Επίσης στην τειχοδομία του κάστρου έχει χρησιμοποιηθεί και υλικό από την αρχαία ακρόπολη του Ηρακλείου, κυρίως πωρόλιθοι .

Ο Βακαλόπουλος συνέλεξε από τους γύρω χωρικούς, ό,τι απέμεινε από τις παραδόσεις και τους θρύλους. Έτσι μας αφηγείται, ότι οι χωρικοί μιλούν για κρυμμένους θησαυρούς . . .  Και ότι κάποιος βασιλιάς έθαψε σε άγνωστο μέρος τη «χρυσή άμαξά του», όταν νικήθηκε από άλλον βασιλιά του κάστρου της Ωριάς των Τεμπών.

 

 

Και ότι υπήρχε μυστική υπόγεια έξοδος, που οδηγούσε δυτικά του κάστρου στον απέναντι λόφο «του Παππού». Και η Αγία Παρασκευή ήταν θαυματουργός, ώστε τη σέβονταν και οι Τούρκοι.  Επί τρεις νύχτες συνέχεια έδερνε έναν Τούρκο, έτσι ώστε τον ανάγκασε να επιστρέψει την ασημένια καντήλα της, που είχε κλέψει. Και ότι στον διπλανό πλάτανο, γνωστό ως «Μαυροπλάτανος», κρεμούσαν οι Τούρκοι, όσους τιμωρούσαν με την ποινή του θανάτου.

 

photo - Ο  ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ  ΜΕΣΑ  ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

      

Το 1221 μ.Χ. ο δεσπότης της Ηπείρου, Θεόδωρος  Κομνηνός, εκστράτευσε από την πρωτεύουσά του την Άρτα, πέρασε τα Τέμπη και κατέλυσε την φραγκοκρατία στον Πλαταμώνα. Έχοντας ορμητήριο τον Πλαταμώνα, τον επόμενο χρόνο εκθρόνισε τον βασιλιά της Θεσσαλονίκης, Δημήτριο Μομφερρατικό και ίδρυσε την αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης.

Το 1230 ο Θεόδωρος Κομνηνός, στην εκστρατεία του εναντίον των Βουλγάρων στην Θράκη, αιχμαλωτίστηκε και τυφλώθηκε από τον Τσάρο - Ασάν Β΄.  Τότε λοιπόν την εποπτεία της Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο αδερφός του Θεόδωρου, Μανουήλ Κομνηνός.

Το 1237 όμως, ο τυφλός Θεόδωρος, με την βοήθεια των Βουλγάρων εκθρόνισε τον Μανουήλ και εγκατέστησε στον θρόνο τον γιο του, Ιωάννη Κομνηνό. Ο Μανουήλ όμως κατέφυγε στη Νίκαια της Ασίας και από εκεί με δυνάμεις του Βατάτζη, ήρθε στη Θεσσαλία και κυρίευσε με τη σειρά: την Δημητριάδα, τα Φάρσαλα, την Λάρισα, τα Τέμπη και τον Πλαταμώνα.

Το 1241 πέθανε ο Μανουήλ Κομνηνός και τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του, ως δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός. Όταν το 1246 ο Βατάτζης κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, αφού πρώτα εξεδίωξε τον Ιωάννη Κομνηνό, κατόπιν συμφωνίας ο Πλαταμώνας παρέμεινε και πάλι στην εξουσία του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού.

Το 1259 ο δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός, συμμάχησε με τους Φράγκους γαμπρούς του, τον ρήγα της Σικελίας – Μαμφρέ, και τον Πρίγκιπα του Μορέως – Γουλιέλμου Βιλλαρδουϊνου – και στην Πελαγονία, κοντά στο Μοναστήρι, τον Οκτώβριο του 1259, επιτέθηκε κατά του Ιωάννη Παλαιολόγου, αδερφού του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου.

Στην μάχη ο Μιχαήλ Β΄, εγκατέλειψε τους γαμπρούς του και   οι Φράγκοι ηττήθηκαν.  Οι περισσότεροι όμως γνωστοί Φράγκοι ιππότες, μεταξύ των οποίων – ο Ανσώ ντέ Τουσί και ο δεσπότης της Καρύταινας – Γοδεφρείδος, κατέφυγαν στον Πλαταμώνα, αλλά και εκεί συνελήφθησαν “καί δεσμώται τω βασιλεί συναπήχθησαν”.

Το 1308 στάθμευσαν και παρέμειναν όλο τον Χειμώνα στους πρόποδες του Ολύμπου οκτώ χιλιάδες  Τούρκοι, μετά την εκδίωξή τους από τη Θράκη από τον Χανδρηνό, στρατηγό του αυτοκρατορικού στρατού.

Ο Πλαταμώνας μας είναι γνωστός, ως σημαντική πόλη κι ως σημαντικό φρούριο, και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού και του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Το 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, υποχώρησε από τη Θράκη και ήρθε στην Μακεδονία.

Επειδή όμως και στην Μακεδονία απέτυχε, στην απόπειρά του να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, συμμάχησε με τον Τούρκο δυνάστη του Αϊδινίου – Αμούρ (Ωμάρ) και τον Κράλη των Σέρβων – Στέφανο Ντουσάν.

Προς βοήθεια του Ιωάννη Καντακουζηνού, ήρθε από τη Θεσσαλία στην Μακεδονία, ο συγγενής του Ιωάννης Άγγελος, ο οποίος κατέλαβε και ανάγκασε να προσχωρήσουν στον Καντακουζηνό πολλές πόλεις, μεταξύ των οποίων και τον Πλαταμώνα, “Αυτίκα δε Σέρβιά τε προσεχώρουν εκοντί περί τά μεθόρια Θετταλίας κειμένη πόλις, και Πλαταμών, ετέρα παραθαλασσία, και φρούρια ούκ ολίγα, το μέν Πέτρα προσαγορευόμενον . . .

Όμως η άλωση της Θεσσαλονίκης εμποδίστηκε από την γρήγορη και δραστήρια ενέργεια του Αποκαύκου. Αυτός από την αρχή είχε οριστεί άρχοντας και διοικητής της Κωνσταντινούπολης από τους αντίπαλους του Καντακουζηνού και διεξήγαγε πόλεμο “ως μέγας Δούκας”.

Ο Απόκαυκος έφερε μαζί του στην Μακεδονία και περσικά στρατεύματα. Έχοντας έδρα του τη Θεσσαλονίκη, στέλνει τον στρατηγό του – Μονομάχο, εκτός αυτής.

Ο Μονομάχος πολιορκεί τη Βέροια και κυριεύει τον πύργο της Πύδνας, ενώ οι Πέρσες λεηλατούν όλη την περιφέρεια.

Στο μεταξύ ο Απόκαυκος διέταξε τον στόλο του, να παραπλέει στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, ώστε ο Καντακουζηνός να μην μπορέσει να στείλει πρέσβεις στον Αμούρ.

Τότε και ο Πλαταμώνας, από μεγάλο φόβο, προσχώρησε στο στρατόπεδο του Αποκαύκου, “απέστησαν γάρ και οι εν Πλαταμώνι βασιλέως (δηλ. του Καντακουζηνού), δείσαντες μη υπό μεγάλου δουκός αλώσι στόλω επελθόντος”.

Όλο τον χρόνο ο Απόκαυκος είχε την έδρα του στην Θεσσαλονίκη, η οποία συνταράσσονταν από την επανάσταση των Ζηλωτών. Πρόκειται για μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις στην Θεσσαλονίκη, οι οποίες κυρίως είχαν πολιτικό χαρακτήρα. Στρέφονταν εναντίον των ευγενών και των φεουδαρχών και επεδίωκαν ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.

Το 1341 εγκαθίδρυσαν και δική τους κυβέρνηση, με σκοπό να επιβάλουν την κοινωνική ισότητα. Από το 1345 όμως, άρχισε   να υποχωρεί η επανάσταση.

Τότε ο Απόκαυκος συνέλαβε πολλούς από τους αρχηγούς των Ζηλωτών και τους έστειλε δεμένους στον Πλαταμώνα, όπου τους φυλάκισε πιθανόν στα υπόγεια του κεντρικού πύργου, “. . . των Ζηλωτών, όσοι μέν εν λόγω ήσαν, κατέκλεισεν (δηλ. ο Απόκαυκος) εν δεσμωτηρίω, προς Πλαταμώνα πέμψας και τάς άλλας πολίχνας, όσαι υπ’ αυτώ ετέλουν”.

Ο Καντακουζηνός όμως, εξαιτίας της δυσχερής θέσης του, κατασκεύασε μικρή βάρκα, την μετέφερε με άμαξα τη νύχτα  στη θάλασσα, και  αφού διέφυγε από τον θαλάσσιο     αποκλεισμό του Αποκαύκου, έστειλε πρέσβεις στον Αμούρ,   στην Σμύρνη.

Ο Αμούρ, με στόλο 200 πλοίων έπλευσε αρχικά στην Εύβοια και μετά στο Θερμαϊκό κόλπο.  Ο Απόκαυκος φοβήθηκε την πολιορκία της Θεσσαλονίκης και αρχικά απέπλευσε με τον στόλο του στην Κων/πολη.

Ο Κράλης  όμως συμμάχησε με τον Απόκαυκο.  Έτσι ο Απόκαυκος και ο Κράλης  κατέφυγαν στην Θεσσαλονίκη και περίμεναν την επίθεση του Αμούρ. Ο Αμούρ έστειλε 50 πλοία στην Πύδνα, και από εκεί, μαζί με τον Καντακουζηνό προχώρησαν προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία και κατέλαβαν λίγο αργότερα.

 

photo - Ο  ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ  ΜΕΣΑ  ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

      

Μετά την απομάκρυνση του Αποκαύκου από την Θεσσαλονίκη, το 1346, και την αποτυχία της επανάστασης των Ζηλωτών, οι φεουδάρχες παρέδωσαν και πάλι τον Πλαταμώνα στον Καντακουζηνό.

Το 1347 ο Καντακουζηνός συμμάχησε και με τον Σουλτάνο – Ουρχάν, και ισχυρότερος πλέον εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ως – Ιωάννης  ΣΤ ΄. Κατά την περίοδο 1374 – 1395, ο Πλαταμώνας κατακτήθηκε  από τους Τούρκους.

Το 1373 – 1374 οι Τούρκοι εισβάλουν στην Μακεδονία. Μερικά όμως φρούρια σε ορεινές διαβάσεις στο νότιο τμήμα της Μακεδονίας, αντιστάθηκαν  και θα κατακτήθηκαν πιθανόν μετά την μάχη στο Κοσσυφοπέδιο το 1389 μ.Χ., οπότε και αποδεσμεύθηκαν οι Τουρκικές δυνάμεις.

Το 1395 κατακτήθηκε όλη η Μακεδονία από τους Τούρκους, πλην της Θεσσαλονίκης.

Τότε (1390 – 1395) θα πρέπει να κατακτήθηκε και ο Πλαταμώνας, γιατί το 1396 οι Τούρκοι εισβάλλουν στην Θεσσαλία.

Το 1425 από ένα ψήφισμα της Ενετικής Γερουσίας μαθαίνουμε ότι ο Πλαταμώνας και η Κασσάνδρα έχουν καταληφθεί από τον Ενετικό στόλο, για την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης, την οποία πολιορκούσαν οι Τούρκοι. Όμως μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430, ο Πλαταμώνας εγκαταλείφθηκε και πάλι στα χέρια των Τούρκων.

Το 1470 ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Κατακτητής, εκστρατεύει στην Εύβοια κατά των Ενετών, και αιχμαλώτισε τον Ενετό λοχαγό Angiolello. Έτσι κατά την επιστροφή του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, ο Angiolello, αν και ήταν αιχμάλωτος, έγραψε ημερολόγιο, όπου μεταξύ άλλων σημείωσε τα εξής:  

“6η Αυγούστου”: Αναχώρησε και στάθμευσε κοντά στην Λάρισα .

“7η Αυγούστου”: αναχώρησε από την Λάρισα και στρατοπέδευσε στο άνοιγμα μιας στενωπού, που ονομάζεται Chustenze (εννοεί τα Τέμπη), διά μέσου της οποίας διέρχεται ποταμός . . . . Στο τέρμα της στενωπού υπάρχουν αρχαία κτίσματα, τα οποία μαρτυρούν ότι ήταν κάποτε εκεί πόλη ή κάστρο. Έτσι περάσαμε την στενωπό, αλλά και τον ποταμό πάνω από μια πολύ ωραία γέφυρα.

“8η Αυγούστου”: Ο Σουλτάνος στάθμευσε και διανυκτέρευσε πέρα από την στενωπό (δηλ. τα Τέμπη), σε μια πεδιάδα, η οποία αποτελεί το σύνορο της Μακεδονίας.

Την “9η Αυγούστου” διανυκτέρευσε κοντά σε ένα Κάστρο, που ονομάζεται Πλαταμών (Platimonia), από τον οποίο αντικρίζει κανείς τον κόλπο και την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Την “27η Αυγούστου 1599”, ο Vincenzo Gradenigo, ενώ μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη ως ο νέος Ενετός Πρέσβης, έστειλε από την Θεσσαλονίκη στον Δόγη της Βενετίας, την παρακάτω περιγραφή των περιπετειών, που δοκίμασε στο ταξίδι του από την Ναύπακτο μαζί με τους ακόλουθούς του, μερικοί από τους οποίους πέθαναν καθ’ οδόν  λόγω ασθενειών.

“ . . .  Έχω ακόμα να διηγηθώ ένα άλλο επεισόδιο που μου συνέβη στον Πλαταμώνα. Ενώ τα ζώα μας βρίσκονταν στην παραλία, εμφανίστηκαν δέκα δολοφόνοι, οι οποίοι θέλησαν να ανοίξουν τα δέματα, για να αρπάξουν ό,τι θα τους άρεσε.  Εκεί βρέθηκε ένα λαμπρός καπιτζής (αξιωματούχος της Υψηλής Πύλης), ο οποίος τους είπε ότι τα ζώα αυτά είναι του Πρέσβη, που πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη στον Σουλτάνο, ως πρεσβευτής της Βενετίας.

Τότε απάντησαν οι δολοφόνοι: «αυτοί είναι όλοι τους άρρωστοι και καλλίτερα να τους συλλάβουμε αιχμαλώτους ή να τους σκοτώσουμε όλους», γιατί με αυτόν τον τρόπο θα γίνονταν σίγουρα οι ιδιοκτήτες των ζώων μας και των δεμάτων μας. Με αυτήν την πρόθεση ήρθαν στο βουνό, όπου και βρισκόμασταν, αλλά ο καπιτζής, ήρθε νωρίτερα, να μας ειδοποιήσει.

Και ενώ εμείς στείλαμε τους ασθενείς μας στην παραλία με 16 κάρα, τακτοποίησα και 20 Έλληνες, που ήταν οι συνοδοί μας, και εμείς οι υπόλοιποι περιμέναμε το αποτέλεσμα. Στο μεταξύ κατέφθασε και ο Μπέης μαζί με τους δολοφόνους και έναν γενίτσαροΈνας από αυτούς έφιππος, άρχισε να μας επιτίθεται με ένα κοντάρι.

Τη στιγμή εκείνη κατέφθασε ο καδής (Τούρκος δικαστής), ο οποίος προσκλήθηκε από τον καπιτζή, με 50 Έλληνες, και θέλησε να εισέλθει στο «καραβάν σεράγι», όπου ήταν οι δολοφόνοι, εμποδίστηκε από αυτούς, οι οποίοι και κατέλαβαν θέση πριν την είσοδο, κρατώντας σπαθιά.

Τότε ο καδής διέταξε τους Έλληνες να επιτεθούν εναντίον των δολοφόνων, και να τους συλλάβουν ζωντανούς ή νεκρούς, και πράγματι με πέτρες και με μπαστούνια, γιατί και οι δολοφόνοι ήταν ένοπλοι, οι Έλληνες του καδή έκαναν το καθήκον τους και τους πλήγωσαν και τους δέκα. Έπειτα με εντολή του καδή τους συνέλαβαν και έδεσαν δυο από αυτούς, όπως και τον γενίτσαρο. Τον Μπέη όμως δεν τον πείραξαν.

Έγινε αμέσως η δίκη, και από τους τρεις: ο πρώτος στάλθηκε στον πύργο, όπου θα τον κρεμούσαν το επόμενο πρωί, τον δεύτερο τον καταδίκασαν σε 200 ραβδισμούς στα πέλματα των ποδιών του και τον ράβδισαν παρουσία μου και τέλος τον τρίτο, επειδή ήταν γενίτσαρος τον πήγαν στην Θεσσαλονίκη, έως ότου έρθει διαταγή από την Κωνσταντινούπολη, διότι, ως γενίτσαρος, δεν μπορεί να δικαστεί από άλλον, εκτός από τον αγά των γενιτσάρων.

Αλλά ο καδής έκανε μια αυστηρή καταγγελία εναντίον του στην Υψηλή Πύλη, στην οποία τον κατονομάζει πλανόδιο δολοφόνο. Όλα αυτά συνέβησαν σε διάστημα τριών ωρών. Κανείς δεν έπαθε το παραμικρό από τους Έλληνες και τους Τούρκους, μόνο ο καπιτζής πληγώθηκε από μία πέτρα στο κεφάλι, καθώς και ένας άλλος Τούρκος . . .  από αυτόν λοιπόν τον κίνδυνο σωθήκαμε με τη βοήθεια του Θεού . . .” 

Από την επιστολή αυτή, γνωρίζουμε ότι τον 16ο αιώνα στον Πλαταμώνα είχε εγκατασταθεί Μπέης.  Οι Τούρκοι κάτοικοι ήταν ελάχιστοι, ίσως μόνο οι 10 δολοφόνοι, που θα αποτελούσαν και την φρουρά του Μπέη, ενώ οι κυρίως κάτοικοι ήταν Έλληνες. Η ασφάλεια ήταν υποτυπώδης. Φαίνεται ότι στον Μπέη δεν αρκούσε μόνο να ληστεύει την περιφέρεια του Πλαταμώνα, αλλά ασχολούνταν και με τη ληστρική δολοφονία οποιουδήποτε διερχομένου . . .  Οι Τουρκικές αρχές, είχαν  ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούν τους Έλληνες, για την τάξη και την ασφάλεια της περιοχής τους.

 

photo - Ο  ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ  ΜΕΣΑ  ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

      

Το όνομα του Πλαταμώνα αναφέρεται απλά, και σε μία επιστολή από την Θεσσαλονίκη, που χρονολογείται στις 20 Φεβρουαρίου 1640, του πρώην Πατριάρχη και τότε αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης – Αθανασίου Πατελάρου – προς τον Ενετό πρεσβευτή Κωνσταντινούπολης. Στην επιστολή αυτή ο Πατελάρος λέει ότι έδωσε διαταγή και “εις την «περιφέρειαν Πλαταμώνος», για να βρεθεί μεταφορικό ζώο (μουλάρι), το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για να μεταφέρει τον πρεσβευτή, κατά την άφιξή του στην Θεσσαλονίκη”.

Το 1669 ταξιδεύοντας από την Κωνσταντινούπολη ο ιερέας της εκεί Γαλλικής πρεσβείας – Robert de Dreux – επισκέφθηκε και τον Πλαταμώνα και μας αναφέρει συνοπτικά την ύπαρξη ομώνυμης πόλης.  Μας λέει πως ο Πλαταμώνας (Platomana) ήταν μικρή   πόλη στην κορυφή λόφου και πως κατά μήκος της παραλίας παρατήρησε υπέροχες και άφθονες φυσικές πηγές.

Στις αρχές του 18ου αιώνα ο Μελέτιος γράφει τα παρακάτω: “Πόλεις παραθαλάσσιες της Μακεδονίας είναι ο Πλαταμών, με θρόνο Επισκόπου, χτισμένος πάνω σε λόφο, μεταξύ του Πηνειού            της Θεσσαλίας και του Φαρύβου (δηλ. του Δίου - Βαφύρου) της Μακεδονίας των ποταμών, αυτό το φρούριο νωρίτερα ήταν Μοναστήρι, το οποίο ονομάζεται «Πλατέα Μονή» (κακή ετοιμολογία του Μελετίου, μάλλον φανταστική) και αργότερα έγινε πόλισμα”.

Τον Ιούλιο του 1706 ο Paul Lucas, σε αρχαιολογική του αποστολή, έπειτα από εντολή του Λουδοβίκου ΙΔ΄, πέρασε και από τον Πλαταμώνα. Αναφέρει απλά το όνομα (Platamone) και μιλάει  για την άμυνα που μπορεί να παρέχει ο τόπος, με την προστασία  του φρουρίου και τη δεσπόζουσα θέση του σε όλη την περιοχή.

Σε μια επιστολή του Ενετού Πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, μας μιλάει για πειρατεία με ορμητήριο τον Πλαταμώνα: “1779 7η Απριλίου  . . . .    Την 11η Ιουνίου 1778  . . . . ότι ένας   Αναστάσιος Χοϊδάς και ο σύντροφός του Άγγελος Καλογεράκης, υπήκοοι Ενετοί, ερχόμενοι στην Θεσσαλονίκη, δέχτηκαν επίθεση από ληστές, οι οποίοι τους έκλεψαν ότι είχαν μαζί τους. Μόλις έφθασαν εδώ και κατήγγειλαν το συμβάν, τους έστειλα με τον μεταφραστή μου στον Μουλλά (Τούρκος αρχιδικαστής) και παρακαλώ τον Σουλτάνο, να φροντίσει να εκδοθεί «ταξίλ φιρμάνι της Υψηλής Πύλης», το οποίο θα διατάζει τους κατοίκους του Πλαταμώνα ή να βρουν τους ληστές ή να αποζημιώσουν τους παθόντες.

Διότι από εκείνον τον λόφο (του Πλαταμώνα) είδαν να εξέρχονται οι ληστές και εκεί κατέφυγαν μετά την ληστεία τους . . . είχε φθάσει τότε το ζητηθέν φιρμάνι, αλλά περιείχε εντελώς διαφορετικά πράγματα.  

Και πρώτα δεν είναι ένα «ταξίλ φιρμάνι» προς τον Μουλλά και Πασσά, αλλά ένα απλό φιρμάνι προς τον καδή (Τούρκο δικαστή) του Πλαταμώνα. Παρόλο που το φιρμάνι στάλθηκε στον καδή του Πλαταμώνα, εκείνος δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια. 

Επίσης, και από άλλες μεταφρασμένες αυθεντικές επιστολές, προκύπτει ότι, μία από αυτές είναι του ληστή και οι άλλες των δημογερόντων του Πλαταμώνα, θα αντιληφθεί ο Σουλτάνος, ότι οι δημογέροντες γνωρίζουν που βρίσκονται τα κλοπιμαία . . . παρακαλώ να μου σταλεί νέο «ταξίλ φιρμάνι», (ενέργεια για την είσπραξη κάποιου χρηματικού ποσού) . . .”

 

photo - Ο  ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ  ΜΕΣΑ  ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

      

Το 1801 ο Άγγλος περιηγητής Clarke διανυκτέρευσε σε πανδοχείο που βρίσκεται σε μικρό χωριό κάτω από το φρούριο.  Μετά από λίγα χρόνια (το 1806), άλλος Άγγλος συνταγματάρχης Leake, είδε το πανδοχείο ερειπωμένο και δεν αναφέρει την ύπαρξη του χωριού   έξω από το Κάστρο. 

Η καταστροφή πρέπει να έγινε στην μεγάλη εξέγερση των κλεφταρματολών του Ολύμπου (1804 – 1805).  Αργότερα και ο Γάλλος περιηγητής Durand μας αναφέρει για τα ερείπια του πανδοχείου (1839).

Ο  Pouqueville  μας λέει ότι ο Πλαταμώνας ήταν έδρα βοεβόδα (πολιτικού διοικητή) και επισκόπου. Στο λιμάνι του έρχονταν πλοία από την Θεσσαλονίκη για να φορτώσουν κάρβουνα και καυσόξυλα. Και ακόμα ότι εντός του κάστρου υπήρχαν 150 τουρκικές ξύλινες οικίες, που θα ήταν εύκολο να πυρποληθούν, εάν βάλλονταν με κανόνια από τα γύρω υψώματα.

Την ίδια γνώμη για την μικρή πλέον αμυντική ικανότητα του φρουρίου, εκφράζει και ο Beaujour, ο οποίος υπολογίζει ότι εντός του κάστρου βρίσκονταν περίπου 100 ξύλινες οικίες. Από όλες αυτές τις αναφορές συμπεραίνεται ότι γύρω στο 1800, υπήρχαν δύο συνοικισμοί, εντός και εκτός του Κάστρου,   τουρκικός ο πρώτος και ελληνικός ο δεύτερος.

Ο εντός του κάστρου τουρκικός οικισμός δεν μπορεί να ήταν παλιός. Οι Τούρκοι είχαν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να αναγείρουν αξιόλογες οικίες. Η προχειρότητα όμως των ξύλινων κατασκευών, φανερώνει ότι οι Τουρκικές οικογένειες της περιφέρειας, από τον Πηνειό μέχρι και το Λιτόχωρο, χρησιμοποίησαν το Κάστρο ως καταφύγιο, για   να αποφεύγουν (στα μέσα του 18ου αιώνα), την εκδίκηση των κλεφταρματολών του Ολύμπου.

Έτσι συγκεντρωμένοι, και με την ενίσχυση τουρκικής φρουράς και έχοντας την προστασία των τειχών, ήταν ευκολότερο να αντιμετωπίσουν ομαδικές επιθέσεις κλεφτών. Το σίγουρο είναι ότι ο Πλαταμώνας, την εποχή αυτή είχε χάσει την πολεμική του σημασία, δεδομένου ότι εύκολο θα ήταν να προσβληθεί από τα γύρω υψώματα, η εντός του κάστρου περιοχή, από τακτικά στρατεύματα οπλισμένα με κανόνια.

Όμως οι Τούρκοι τον χρησιμοποιούσαν ακόμα, επειδή ο μόνος  εχθρός τους ήταν οι κλέφτες του Ολύμπου. 

Η πολιτική διοίκηση είναι γνωστή ως «Επίσκεψις Πλαταμώνος» κατά τους Την εποχή αυτή θα σχηματίστηκε και ο Ελληνικός συνοικισμός, από Έλληνες που διώχτηκαν (μέσα από το Κάστρο) από τους Τούρκους, για λόγους ασφαλείας. Τότε τον 18ο αιώνα, θα χτίστηκε και το Πανδοχείο του Clarke και το μέγαρο της επισκοπής του Heuzey.

Από τον Μεσαίωνα μέχρι τον 19ο  αιώνα ο Πλαταμώνας ήταν κέντρο όχι μόνο της πολιτικής, αλλά και της εκκλησιαστικής διοίκησης της περιοχής, από το Λιτόχωρο μέχρι τον Πηνειό ποταμό (τα Τέμπη).

Στην τάξη πρωτοκαθεδρίας των επισκοπών του αποστολικού θρόνου Κων/πολης κατείχε την ενδέκατη θέση, ενώ αργότερα κατείχε την έβδομη θέση των επισκοπών της μητρόπολης Θεσσαλονίκης, στην οποία και ανήκε. Ως έδρα επισκοπής αναφέρεται για πρώτη φορά το 1212 μ.Χ., σε μία επιστολή του Ιννοκεντίου 3ου.

Η επισκοπή Πλαταμώνος διατηρήθηκε ή καταργήθηκε προσωρινά, επανιδρύθηκε όμως και επί Τουρκοκρατίας.  Τον 15ο και 16ο αιώνα, όπως μας αναφέρεται στην τάξη των εκκλησιαστικών θρόνων του Πατριαρχείου, κατείχε τη δωδέκατη και τελευταία θέση μεταξύ των επισκοπών που ανήκαν στην μητρόπολη Θεσσαλονίκης.

Το 1700 αναφέρει την επισκοπή Πλαταμώνος ο Μελέτιος: «Πλαταμών, με θρόνον επισκόπου». 

Από το 1845 – 1879, η έδρα του επισκόπου Πλαταμώνος μεταφέρθηκε στο χωριό Ραψάνη.  Από το 1879 – 1897 από την Ραψάνη μεταφέρθηκε στο χωριό Αμπελάκια, με τον τίτλο «επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου».

 

photo - Ο  ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ  ΜΕΣΑ  ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

      

Από το 1897 συνδέθηκε με την μητρόπολη Λάρισας «Μητρόπολη Λάρισας & Πλαταμώνος», ενώ πριν από μερικά χρόνια συνδέθηκε  με την μητρόπολη Κίτρους &  Κατερίνης «Μητρόπολη Κίτρους, Κατερίνης & Πλαταμώνος». Η εγκατάλειψη και η καταστροφή του Ελληνικού συνοικισμού, πρέπει να έγινε την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, γιατί τότε συνέβησαν τα σοβαρά κινήματα των κλεφταρματολών του Ολύμπου, με ομαδικές εξεγέρσεις των κατοίκων των χωριών του Ολύμπου και ακολούθησαν λεηλασίες, εμπρησμοί, διώξεις, αιχμαλωσίες, φόνοι, μετακινήσεις πληθυσμών, κλπ . . .

Η επισκοπή και το πανδοχείο, ήταν πέτρινα οικοδομήματα, έτσι μετά την καταστροφή τους, φαίνονταν (για μεγάλο χρονικό διάστημα), τα λίθινα ερείπιά τους . . . Το αντίθετο όμως συνέβη στο Ελληνικό χωριό, το οποίο -  μετά την καταστροφή – εξαφανίστηκε τελείως.  

Και οι Τούρκοι δεν είχαν καλύτερη τύχη. Δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους χωρίς κίνδυνο, καθώς και να κυκλοφορούν ελεύθερα και άφοβα εκτός των τειχών του Κάστρου. «Κάθε κλαρί και κλέφτης» ήταν ο διαρκής φόβος τους. Πολλοί από αυτούς εξοντώθηκαν και άλλοι μετακινήθηκαν σε άλλα ασφαλέστερα μέρη.

Όμως οι συνεχείς αγώνες των κλεφταρματολών του Ολύμπου κατά της Τουρκικής εξουσίας, δεν επέτρεψε την επανίδρυση του ελληνικού χωριού.  Στα μισά του 19ου αιώνα, εντός του Κάστρου υπήρχαν μόνο 20 τουρκικές οικίες γεωργών, που καλλιεργούσαν την πεδιάδα  του Πλαταμώνα, καθώς υπήρχε και μικρή φρουρά από τακτικά στρατεύματα του Σουλτάνου, με μερικά κανόνια.

Το σημερινό χωριό του Πλαταμώνα, βρίσκεται νότια του Κάστρου, κατά μήκος της ακτής και ιδρύθηκε πριν από εκατό περίπου χρόνια. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912 (και την απελευθέρωση της Μακεδονίας), κατοικήθηκε από κατοίκους του χωριού Παντελεήμονα και από πρόσφυγες.

Ο Παλιός Παντελεήμονας βρίσκεται δυτικά   του Πλαταμώνα, στον Κάτω Όλυμπο, σε απόσταση 7 χλμ. περίπου.  Τέλος, (1 χλμ περίπου), δυτικά του Κάστρου βρίσκεται ο Νέος Παντελεήμονας, ο οποίος χτίστηκε πριν από πενήντα περίπου χρόνια, από τους κατοίκους του Παλιού Παντελεήμονα, οι οποίοι μετοίκησαν στο νέο χωριό τους.

 

photo - Ο  ΠΛΑΤΑΜΩΝΑΣ  ΜΕΣΑ  ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ
για μεγέθυνση πατήστε επάνω στην φωτογραφία

      

 

 

Γράφει:

ΤΖΙΟΛΑΣ  ΙΩΑΝΝΗΣ

Φιλόλογος – Αρχαιολόγος


  Αρχή Μέλη Επιστροφή  
Share |

Powered By Act Life | Promotion by AddYour.Biz